- δάπτρια
- δάπτρια, η (Α)βλ. δάπτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δάπτης — ο (Α δάπτης, θηλ. δάπτρια και δάπτειρα, η) [δάπτω] νεοελλ. ονομασία κολεόπτερου τής οικογένειας των καραβίδων αρχ. αυτός που κατατρώει, που καταστρέφει («δάπτρια νοῡσος») … Dictionary of Greek